- ιπνώ
- ἰπνῶ, -όω (Α) [ιπνός]1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.)2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, -όομαιπιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος 'ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος]πιεζόμενος κάτω από τα ριζά τής Αίτνας, Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.