ιπνώ

ιπνώ
ἰπνῶ, -όω (Α) [ιπνός]
1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον φούρνο («ἐς ἀνθρακιὰν στέψαν πυρὶ ἰπνοῡν τε σώματα», Πίνδ.)
2. παθ. μτφ. ἰπνοῡμαι, -όομαι
πιέζομαι, καταπλακώνομαι («ἰπνούμενος 'ρίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» [διάφ. γρφ. ἰπούμενος]
πιεζόμενος κάτω από τα ριζά τής Αίτνας, Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰπνῶ — ἰπνός oven masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνῷ — ἰπνός oven masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνῳ — ἴπνον mare s tail neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰπνῶι — ἰπνῷ , ἰπνός oven masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”